- συναποκρύπτω
- V 0-0-0-0-1=1 LtJ 48P: to be hidden with sth [μετά τινος]; neol.
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
συναποκρύπτω — Α 1. (το μέσ.) συναποκρύβομαι κρύβομαι μαζί με άλλον («ποῡ συναποκρυβῶσι μετ αὐτῶν», ΠΔ) 2. βοηθώ σε απόκρυψη … Dictionary of Greek
κρύβω — και κρύπτω και κρύφτω (AM κρύπτω και κρύβω, Μ και κρύβγω, Α και κρύφω) 1. καλύπτω κάτι έτσι ώστε να μη φαίνεται, σκεπάζω (α. «προσπάθησε να κρύψει τη γύμνια του με ένα σεντόνι» β. «κεφαλὰς δὲ παναίθησιν κορύθεσσι κρύψαντες», Ομ. Ιλ. γ. «ὑφ… … Dictionary of Greek